- ξυλοτομία
- ξῠλο-τομία, ἡ,A woodcutting, POxy.1631.9 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοτομία — η (Α ξυλοτομία) [ξυλοτόμος] κόψιμο ξύλων, υλοτομία … Dictionary of Greek